automatisch portrait
….παρακαλώ όπως με συναντήσεις στην οδό Κοραή 4, θα σε περιμένω…
ΑΝΤΩΝΗΣ ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ, ΝΑΝΤΙΑ ΚΑΛΑΡΑ+MARTIN CARLÉ, ΠΑΝΟΣ ΚΩΣΤΟΥΡΟΣ, ΚΛΕΩΝΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ, ΗΛΙΟΔΩΡΑ ΜΑΡΓΕΛΛΟΥ, ΜΑΡΙΑ ΝΥΜΦΙΑΔΗ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΤΣΙΟΣ, ΔΑΦΝΗ ΤΣΑΤΣΟΥ, στον Χώρο Ιστορικής Μνήμης 1941-1944, Κοραή 4, Μέγαρο Εθνικής Ασφαλιστικής. 27/4-27/5 2011 ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΜΕΧΡΙ 16 ΙΟΥΛΙΟΥ 2011
Αυτό το έργο οφείλεται στην συνάντηση μιας Ελληνίδας και ενός Γερμανού με έναν ιστορικά φορτισμένο χώρο και στην ερωτική τους σύγκρουση. Πραγματεύεται τρόπους ανταλλαγής και ανταπόδοσης που σχετίζονται με την έννοια του δώρου, μιά ισχυρή έκφανση του οποίου είναι και το αντίδωρο - το δώρο ως υπόλειμμα.
Αντίδωρο ονομάζεται το μικρό κομμάτι άρτου από το αγιασμένο στην προσκομιδή πρόσφορο. Λέγεται έτσι γιατί παλαιότερα προσφερόταν «αντί του δώρου» της Θείας Κοινωνίας σε όσους πιστούς δεν κοινωνούσαν. Σήμερα, αυτό το υπόλειμμα προσφέρεται σε όλους όσους παρίστανται στη λειτουργία.
Στο έργο, ως υποκατάστατο του αρχικού δώρου της ένωσης με το Θείο, το αντίδωρο τίθεται σε ιστορική προοπτική. Εφ όσον κάθε λειτουργικό δώρο μπορεί να γίνει αντιληπτό ως μια ικανοποιητική διαδικασία της συνεχώς ανανεούμενης παρουσίας κάποιας αρχικής προσφοράς, ένα δώρο που παραβιάζει τις ιστορικές περιόδους δεν μπορεί να είναι αποτελεσματικό. Ετσι, κάθε απόπειρα ενδυνάμωσης της ιστορικής ταυτότητας λειτουργεί ως αντίδωρο. Αυτό που υποκαθίσταται, ή δίδεται »αντί του δώρου», είναι κάποια επιστροφή στην αρχή, κάποια ολοκληρωμένη σχέση με μια ιερή πηγή.
Υπάρχει μια ιστορία αναφορών, οικειοποιήσεων και μεταφράσεων που αναδιαμορφώνει συνεχώς τις έννοιες της «ελληνικότητας» και της «γερμανικότητας» καθώς και την μεταξύ τους σχέση όσο αφορά σε κάποια κοινή αρχή. Εξέχουσες μορφές της ποίησης και της φιλοσοφίας που ασχολήθηκαν με αυτά τα ζητήματα, είναι παρούσες στο έργο. Και ενώ ο Σοφοκλής, ο Hoelderlin και ο Heidegger στράφηκαν προς την πηγή, τα υπολείμματα του λόγου τους αναπαρίστανται ως ανεκπλήρωτες εκφερόμενες επικλήσεις της φωνής του υπολογιστή. Ο «διάλογος» που προκύπτει λαμβάνει χώρα σε μια τράπεζα, πάνω στην οποία τρεις δίσκοι γεμάτοι με θρυμματισμένα μοντέλα αρχαιοελληνικών ναών και αγαλμάτων προσφέρονται ως αντίδωρα. Το ύφασμα που καλύπτει την τράπεζα σχεδιάστηκε σε σχέση με τα γλυπτικά αντικείμενα και την ηχητική εγκατάσταση. Εν ολίγοις, στο έργο αντικρύζουμε λείψανα συζητήσεων (discourse) και στερεοτυπικών αναπαραστάσεων και ερχόμαστε αντιμέτωποι με την ιερότητα του θραύσματος και του υπολείμματος.
Διερωτώμενοι πάνω στην ροή της ιστορίας που από τη μιά, δημιούργησε τον Χώρο Ιστορικής Μνήμης 1941-44, και από την άλλη, οδήγησε τον Hoelderlin να υμνήσει τον ποταμό Ιστρο ως έναν ποταμό που «μοιάζει να οπισθοχωρεί», στοχαζόμαστε πάνω στο ενδεχόμενο της συνάντησής τους. Τον καιρό που οι Φιλελληνες κατέφταναν εδώ για να βοηθήσουν την ελληνική επανάσταση, ο Hoelderlin, όριζε την Εστία του Γερμανικού λαού με το βλέμμα στραμένο στην αρχαία Ελλάδα. Και ενω το φιλελληνικό κίνημα τροφοδοτούνταν απο μια ρομαντική ταύτιση της σύγχρονης με την αρχαία Ελλάδα, ο Hoelderlin αναγνώριζε την Ελλάδα ως την απαραίτητη ετερότητα του Γερμανικού ιδίου. Χρειάστηκε να περάσουν 100 χρόνια μέχρι να αποκαλύψει ο Norbert von Hellingrath το δώρο του Hoelderlin, ανακινώντας την ιδέα της «Μυστικής Γερμανίας». Αντλώντας από τις διορατικές αναγνώσεις του των Υμνων του Hoelderlin στα έτη 1941 και 1942, ο Heidegger εναντιώθηκε στην οικειοποίηση του ποιητή από τους Ναζί και την ανακύρηξή του σε εθνικό ποιητή μιας φυλής υπερβορείων που θα «επέστρεφαν» στην Ελλάδα. Ετσι, η εκ νέου συνάντηση με τις φωνές των Γερμανών στον Χώρο Ιστορικής Μνήμης 1941-1944, δεν είναι απλώς μια αντιπαράθεση με τον θεατή, αλλά μία πρόσκληση να γίνει αποδέκτης των προσφορών και να ανταλλάξει την ίδια του την ετερότητα ως δώρο.
Τελικά, κατανοώντας ότι ο ιστός της ιστορίας μετέχει σε μια οικονομία του δώρου, μπορούμε να αντιδιαστείλλουμε τρία ευδιάκριτα στάδια σε σχέση με το ιερό και την μεσολάβησή του i) την αδιαμεσολάβητη δυνατότητα της θέωσης στον έρωτα ii) την ενδιάμεση καθιέρωση του αντίδωρου και iii) την σημερινή, πανταχού παρούσα, κυρίως τεχνολογική διανομή της ιερότητας των υπολειμμάτων. Εφ’ όσον κάθε διαδικασία ανανέωσης εξαρτάται από την διαμεσολάβησή της, τα τρία αυτά στάδια έχουν ουσιαστικές επιπτώσεις στην λειτουργία του έργου τέχνης. Επιστρέφοντας στον χώρο που φιλοξενεί το έργο μας, θα αναστοχαστούμε πάνω στην διαφοροποίηση της τέχνης του site-specific στο φαινομενολογικό, το κοινωνικο-κριτικό και το διαλογικό παράδειγμα και αντί αυτών, θα καλέσουμε τον επισκέπτη να επανεμπλακεί στην πάντοτε site-specific πράξη της αποδοχής των δώρων.
Martin Carlé και Νάντια Καλαρά
—
«Φθινόπωρο του ‘44. Καλοσκοπή Φωκίδος, όρος Γκιώνα.
Οι Γερμανοί έχουν κάψει για δεύτερη φορά το χωριό μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Λίγα χιλιόμετρα έξω από το χωριό, η οικογένεια Κωστούρου, μαζί με αρκετούς από τους κατοίκους του χωριού, περιφέρεται καταδιωγμένη σε ένα δύσβατο μονοπάτι. Η οικογένεια αποτελείται από τον πατέρα, την έγκυο μάνα και τα πέντε ανήλικα παιδιά τους, τρεις κόρες και δύο γιους. Ο ένας γιος έχει ψώρα. Μαζί τους έχουν ένα μουλάρι, ένα γαϊδούρι και μια κατσίκα. Δίπλα στην κοίτη ενός μικρού ρέματος, όπου το έδαφος σχηματίζει ένα φιλικό πλάτωμα, τις λεγόμενες «νεροτροβιές», η ώρα έχει έρθει για την εγκυμονούσα μάνα. Εκεί, στην προστασία μία ηλικιωμένης καρυδιάς και με λίγα κομμάτια τσίγκο για κάλυψη από την φθινοπωρινή βροχή, η Μαρία Κωστούρου έρχεται στη ζωή. Η αδελφή της λεχώνας, που βρισκόταν εκεί κοντά, προτείνει να πετάξουν το νεογέννητο στο ρέμα: τρία κορίτσια στην οικογένεια είναι ήδη αρκετά. Ο πατέρας αντιδρά λέγοντας πως άλλο ένα παιδί-κορίτσι, δεν θα προσθέσει περισσότερο βάρος στο ήδη υπάρχον. Τελικά η θεία μου μένει στη ζωή».
Η ιστορία αυτή, πιστεύω ότι αφορά ένα μεγάλο κομμάτι της Ελληνικής Κοινωνίας, είτε ως βίωμα και ανάμνηση για τους μεγαλύτερους, είτε σαν ένα συμβάν-αφορμή για τον προβληματισμό των νεότερων. Μπορεί η σημερινή Ελληνική οικογένεια, που αποτελείται και από τους επιζώντες αυτής της περιόδου, να προσπαθεί να θάψει όσο πιο βαθιά μπορεί αυτή την εποχή, αλλά το παρελθόν ίσως δεν είναι τόσο μακρινό. Νιώθω ότι μία εύστοχη και ζωντανή απόδοση ενός τέτοιου γεγονότος μπορεί να φέρει τον θεατή ξανά αντιμέτωπο με μια καλά κρυμμένη «Nostalgia». Σκοπός του έργου είναι να ανακαλέσει -ή να προκαλέσει στους νεότερους θεατές- συναισθήματα δυσαρέσκειας-δυσφορίας που, εμείς οι σύγχρονοι δυτικοευρωπαίοι, πιστεύουμε πως δεν θα χρειαστεί να ξαναβιώσουμε.
Θα κατασκευαστεί ένα κολάζ (collage)/πλαστικές τέχνες σε λογική παζλ, το οποίο θα ενσωματώνει τις θιγόμενες θεματικές. Το κολάζ θα αποτελείται από:
-Αυτούσια Αντικείμενα: καρυδιά, καρύδια, τσίγκος, πρόκες, μαλλί-ύφασμα
-Λέξεις, που περιέχονται στην διήγηση: είτε τυπωμένες είτε χαραγμένες πάνω σε ένα ειδικό υλικό, κατασκευασμένο από πολυεστέρα
-Φωτογραφικό υλικό σχετικό με τα κομμάτια του παζλ: τυπωμένες φωτογραφίες είτε παραδοσιακά είτε με την παραπάνω τεχνική (πολυεστέρα)
"The archive has always been a pledge, and like every pledge, a token to the future. To put it more trivially: what is no longer archived in the same way is no longer lived in the same way."
J. Derrida
ΟΚΛΑΔΟΝ | SEATED
(Installation in two parts | Paper, wood, glass)
Στους υπόγειους διαδρόμους του ιστορικού χώρου δεσπόζει ένα μυστηριώδες συναίσθημα ανησυχίας και δέους. Ο επισκέπτης γίνεται μάρτυρας σιωπηλών καταθέσεων από προηγούμενους φυλακισμένους που αναζήτησαν παρηγοριά χαράζοντας στους τοίχους γραφές και ζωγραφιές τους.
Το έργο καθορίζεται από την έμφυτη ανάγκη του καθενός μας να επικοινωνήσει και να βρει διεξόδους έκφρασης όταν βρίσκεται σε κατάσταση εγκλεισμού. Η εγκατάσταση, προσφέροντας χαρτί και τη δυνατότητα γραψίματος, επιδιώκει μια συμφιλίωση με τους επίπονους χρόνους που έζησαν οι κρατούμενοι στους θαλάμους.
Το λευκό χαρτί και η αίσθηση του κενού που κυριαρχεί απεικονίζει την αβεβαιότητα εύρεσης ενός παραλήπτη· με το στοιχείο της επανάληψης στο έργο ο θεατής βιώνει τη μένουσα ανησυχία και τον ανεξάντλητο χρόνο που πηγάζει από την απομόνωση. Τα χάρτινα σκάφη σχηματισμένα σε βάρκες και αεροπλάνα απεικονίζουν την αθωότητα του φόβου ενός φυλακισμένου, σαν εκείνο ενός παιδιού, ενώ παράλληλα μεταφέρουν την ελπίδα και την αναμονή ώσπου να βρεθεί ένας αναγνώστης για τα μηνύματα και σκίτσα των θαλάμων.
Τα συντηρημένα ίχνη των βασανισμένων υπενθυμίζουν στο σημερινό θεατή τη δυνατότητα έκφρασης σε περιόδους δοκιμασίας και απομόνωσης.
'A quiet walk through the underground corridors of the Korai 4 building creates an eerie feeling of disquiet and awe when the eye meets its walls. The visitor witnesses the silent testimonies of past prisoners seeking for solace in their wall-engraved writings and artworks.
The acknowledgment of one's instinctive need to communicate and find outlets of expression when imprisoned defines the intention behind the installation at the historical site. The work offers a variety of surfaces to write on as a reconciliation with the painful times spent by the captives in the Korai 4 detention wards. The whiteness of paper yet to be filled and its encased blankness alludes to the uncertainty of finding a recipient; the repetitive nature of the work refers the viewer to a sense of infinite anxiety and timelessness brought about by seclusion. The depicted paper vessels formed as boats and airplanes give shape to the innocence of the captives' fears while they also become a depiction of hope and anticipation to find a reader for these messages and wall sketches.
Το έργο για την έκθεση στα υπόγεια της Κοραή 4, αποτελείται από δύο μέρη.
α. Μια εγκατάσταση με τίτλο “Κρεβάτι καταφύγιο”
H εγκατάσταση Κρεβάτι καταφύγιο είναι σχεδιασμένη ειδικά για αυτή την έκθεση σε σχέση με την έννοια του καταφυγίου. Ο υπόγειος χώρος της Κοραή 4 φτιάχτηκε ως αντιαεροπορικό καταφύγιο μετέπειτα επιτάχθηκε από τις Γερμανικές αρχές για να χρησιμοποιηθεί ως κρατητήρια και κέντρα μεταγωγών .
Ο χώρος ο οποίος κατασκευάστηκε αρχικά για να σώζει ζωές κατά την διάρκεια του πολέμου, έγινε φυλακή. Οι πόρτες κατασκευασμένες στη Γερμανία έκλειναν αεροστεγώς για να προφυλάξουν αυτόν που ήταν πίσω από αυτές από αεροπορική επίθεση με βόμβες και αέρια, οι ίδιες πόρτες χρησιμοποιήθηκαν από τους Γερμανούς για να φυλακίσουν κρατούμενους.
Το 1941 στην Αγγλία η κυβέρνηση έδωσε στους κατοίκους με μικρό εισόδημα ένα σετ με ατσάλινα μέρη με τα οποία μπορούσε να φτιάξει ένα κρεβάτι/καταφύγιο/τραπέζι, αυτό ονομάστηκε Morrison shelter από το όνομα του υπουργού εσωτερικών Herbert Morrison.
Είχε ένα ατσαλένιο σκελετό με βάση για στρώμα , περιμετρικά έμπαινε μεταλλικό πλέγμα το οποίο μπορούσες να μετακινήσεις για να μπεις μέσα και σαν καπάκι τραπεζιού μια επιφάνεια από ατσάλι. Το καταφύγιο δόθηκε σε 500.000 κατοίκους και προστάτευε μέχρι και τριμελή οικογένεια.
Παρόλα αυτά το σχήμα του θύμιζε κλουβί στο οποίο έμπαινες μέσα για να κοιμηθείς κατά τη διάρκεια συναγερμών και να προστατευτείς . Αυτό το σχήμα ταιριάζει πολύ σε αυτό το διπολικό που έχει ο χώρος της Κοραή 4, ασφάλεια και απειλή, προστασία και εγκλεισμό.
Η κατασκευή που θα φτιάξω για την έκθεση θα μιμηθεί το σχήμα του Morrison καταφυγίου με σκοπό να χωράει σε ένα απο τα κελιά απομόνωσης του πρώτου υπογείου.
β. Μια δράση –διαδικασία στη διάρκεια του στησίματος της έκθεσης 17-27 Απριλίου μέσα και έξω από το χώρο με τίτλο “σκαλίζοντας τα όνειρα γλυκά”
Στην προσπάθεια μου να σκαλίσω τον τίτλο της έκθεσης σε τοίχο, μιμούμενη τους φυλακισμένους, παρατήρησα τα ίχνη που αφήνει, σκόνη από τον τοίχο, χώμα και πατημασιές, κάτι που δεν υπάρχει στο χώρο αυτή τη στιγμή, έχει αφαιρεθεί και αφορά τον τωρινό χρόνο. Κατά την διάρκεια του στησίματος της έκθεσης θα αντιγράψω στοιχεία από τα ακιδογράφηματα σε εξωτερικό χώρο και το ίχνος τους σκόνη, χώμα θα το φέρω μέσα στο χώρο της έκθεσης.
Αυτή η δράση είναι μια διαδικασία συσχέτισης με το χώρο και με τους κρατούμενους που έγραψαν-σκάλισαν μια μαρτυρία πίσω τους.
Όλοι προερχόμαστε από την ίδια πηγή, είμαστε φτιαγμένοι από τα ίδια συστατικά. Μπορεί να νομίζουμε πως είμαστε διαφορετικοί, υπεράνω ή κατώτεροι αλλά η αλήθεια είναι πως είμαστε το ίδιο, ο πλανήτης, τα ζώα, οι άνθρωποι αναξαρτήτως φυλής είναι όλοι το ίδιο. Είμαστε μέρος της γης. Ο πλανήτης είναι περίπου 70% νερό όπως και ο άνθρωπος. Η Κοραή 4 χτίστηκε ως καταφύγιο και χρησιμοποιήθηκε ως κρατητήριο. Ο ίδιος χώρος που θα προστάτευε το κόσμο έγινε χώρος βασανισμού, όπου κρατούσαν τον κόσμο χωρίς νερο, χωρίς φαγητό, χωρίς να ξέρουν πόσο καιρό θα έμεναν εκει. Ο ίδιος χώρος είχε δυο αντίθετες χρήσεις. Το δέντρο συμβολίζει την πηγή της ζωής. Από ένα δέντρο όμως βγαίνουν πολλά διαφορετικά λουλούδια. Γερμανοί, Έλληνες, όλοι οι άνθρωποι ανεξαρτήτως φυλής και θρησκείας είμαστε το ίδιο, οι διαφορές είναι μόνο επιφανειακές.
Σκέφτομαι επίσης τις γυναίκες κρατούμενες, στο υπόγειο χωρίς να ξέρουν αν και πότε θα βγουν να ονειρεύονται τον έξω κόσμο και να προσπαθούν να τον δημιουργήσουν εκεί μέσα. Να κεντάνε τη φύση για να μην χάσουν την επαφή τους με αυτή. Το οποίο μας φέρνει στον κόσμο που ζει στις πόλεις σήμερα. Νομίζουμε όλοι πως είμαστε ελεύθεροι επειδή δεν είμαστε κλειδωμένοι με κλειδι σε ένα υπόγειο αλλά η αλήθεια είναι πως δεν είμαστε ελεύθεροι. Έχουμε χάσει κάθε επαφή με τη φύση, με την πραγματικότητα και νομίζουμε πως η ευτυχία μας εξαρτάται από το αν θα αγοράσουμε ένα καινούριο αυτοκίνητο ή ένα καινούριο φόρεμα. Δεν συνειδητοποιούμε πως πραγματική ευτυχία είναι να πας μια βόλτα, να πιείς νερό από το ποτάμι, να φας ενα φρούτο από το δέντρο, η πραγματική ευτυχία δεν κοστίζει. Το νερό που τρέχει ελεύθερο και τα δέντρα που μεγαλώνουν ανενόχλητα, τρώγοντάς τα και πίνοντάς το μας δίνουν και εμάς την αίσθηση της ελευθερίας.
Οι περισσότεροι είμαστε δυστυχισμένοι και αυτό είναι επειδή είμαστε φυλακισμένοι του εαυτού μας. Είμαστε φυλακισμένοι μιας αφύσικης πραγματικότητας. Το καλό είναι πως η ελευθερία είναι στο χέρι μας. Είμαστε ελεύθεροι να κεντήσουμε τη δική μας πραγματικότητα αρκεί να έχουμε το θάρρος να το κάνουμε.